- παθανθές
- τοβοτ. παλαιότερη ονομασία τού γένους πασσίφλορα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελλ. τού λατ. passiflora < λατ. passio «πάθος» + flos, floris «άνθος», επειδή τα όργανα τού άνθους τού φυτού αυτού μοιάζουν με τα όργανα (ακάνθινο στεφάνι, σφυριά, καρφιά) τών Παθών. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.